αλάκητος — η, ο [λακώ] ο αλάκιστος* … Dictionary of Greek
αλάκητος — αλάκητος, η, ο και αλάκιστος, η, ο εκείνος που δε λάκησε, δεν τράπηκε σε φυγή: Το πρωί μάζεψε τους αλάκητους και τους μίλησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)